ντύνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ντύνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ντύνω (τύπος του ἐνδύω) < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐνδύνω (προφορά [nd]),[1] τύπος του ἐνδύω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈdi.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ντύ‐νω

Ρήμα[επεξεργασία]

ντύνω, αόρ.: έντυσα, παθ.φωνή: ντύνομαι, π.αόρ.: ντύθηκα, μτχ.π.π.: ντυμένος

  1. δίνω σε κάποιον ρούχα για να τα φορέσει
    Ντύσαμε τον γιό μας Ζορό & πήγαμε να γιορτάσουμε τις Απόκριες
     συνώνυμα: ενδύω (λόγιο)
  2. φοδράρω
  3. επικαλύπτω
  4. (μεταφορικά) εμπλουτίζω κάτι με ..., το καθιστώ πιο σύνθετο ή ενδιαφέρον προσθέτοντας κάτι
    ντύνω το ποίημα με επίθετα καλλωπιστικά

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

 ετυμολογικό πεδίο 
ντυν- ντυσ- 

θέμα ντυν-, ντυθ-, ντυσ-

θέμα ενδυ- → και δείτε τη λέξη ενδύω

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

ντύνω