ξάγι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξάγι τα ξάγια
      γενική του ξαγιού των ξαγιών
    αιτιατική το ξάγι τα ξάγια
     κλητική ξάγι ξάγια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξάγι < μεσαιωνική ελληνική ξάγι < (ελληνιστική κοινή) ἐξάγιον < λατινικά exagium

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ξάγι ουδέτερο

  1. η αμοιβή που παρακρατά σε είδος, ως ποσοστό του καρπού, ο μύλος ή το ελαιοτριβείο για το άλεσμα
     συνώνυμα: αλεστικά
  2. το δοχείο με το οποίο μετράει τα αλεστικά ο μυλωνάς
    Η φτώχεια μπορούσε ν' αλέση το φόρτωμά της χωρίς ν' αφήση ούτ' ένα ξάγι, κι ο τούρκος θα το συλλογίζουνταν αν γύρευε να δείξη την αδικιά του στο Λιάκο. (Μήτσος Χατζόπουλος, Ντόπιες ζωγραφιές: Ο ριζόμυλος)
  3. μονάδα μέτρησης χωρητικότητας: δημητριακών (μισό κιλό), μεταξόσπορου (το 1/6 της ουγγιάς), μπαρουτιού, πυρίτιδας
     συνώνυμα: ζύγι

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]