ξάφρισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξάφρισμα < ξαφρίζω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξάφρισμα ουδέτερο (πιο δόκιμο στον ενικό)
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ξαφρίζω
- η αφαίρεση του αφρού από τρόφιμο που μαγειρεύεται
- (αργκό) η κλοπή με αφαίρεση χρημάτων ή αντικειμένων από πορτοφόλι ή χώρο
- "ξάφρισμα περιπτέρου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αφαίρεση αφρού