ξαγιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξαγιάζω < ξάγι

Ρήμα[επεξεργασία]

ξαγιάζω

  • κλέβω, εξαπατώ (επειδή το ξάγι, το κύπελλο, με το οποίο έπαιρνε σε είδος την αμοιβή του ο μυλωνάς ήταν συχνά μεγαλύτερο από την κανονική μονάδα και έτσι έπαιρνε περισσότερα από όσα δικαιούτο)

Προφορά[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]