ξαγοράρη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

ξαγοράρη

  1. ξαγοράρης, στη γενική του ενικού
  2. ξαγοράρης, στην αιτιατική του ενικού
  3. ξαγοράρης, στην κλητική του ενικού