ξαγρύπνια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ξαγρύπνια οι ξαγρύπνιες
      γενική της ξαγρύπνιας
    αιτιατική την ξαγρύπνια τις ξαγρύπνιες
     κλητική ξαγρύπνια ξαγρύπνιες
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο.
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξαγρύπνια < ξαγρυπν(ώ} + -ια (αναδρομικός σχηματισμός)[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ksaˈɣɾi.pɲa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ξα‐γρύ‐πνια

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ξαγρύπνια θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη αγρυπνία

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]