ξακρίδι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξακρίδι τα ξακρίδια
      γενική του ξακριδιού των ξακριδιών
    αιτιατική το ξακρίδι τα ξακρίδια
     κλητική ξακρίδι ξακρίδια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξακρίδι < ξακρίζω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ξακρίδι ουδέτερο ( & καπάνα)

  1. η πρώτη και η τελευταία σανίδα από τον κορμό δέντρου που τεμαχίζεται
  2. άχρηστο υπόλειμμα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]