ξαμολάω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξαμολάω < ξε- + αμολάω

Ρήμα[επεξεργασία]

ξαμολάω, αόρ.: ξαμόλησα, παθ.φωνή: ξαμολιέμαι, π.αόρ.: ξαμολήθηκα, μτχ.π.π.: ξαμολημένος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]