ξαναθυμίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξαναθυμίζω < ξανά + θυμίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

ξαναθυμίζω

  • θυμίζω πάλι σε κάποιον
    ως τότε θα τόχω ξεχάσει, πρέπει να μου το ξαναθυμίσεις

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]