ξαναθυμίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ξαναθυμίζω
- θυμίζω πάλι σε κάποιον
- ως τότε θα τόχω ξεχάσει, πρέπει να μου το ξαναθυμίσεις
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξαναθυμίζω | ξαναθύμιζα | θα ξαναθυμίζω | να ξαναθυμίζω | ξαναθυμίζοντας | |
β' ενικ. | ξαναθυμίζεις | ξαναθύμιζες | θα ξαναθυμίζεις | να ξαναθυμίζεις | ξαναθύμιζε | |
γ' ενικ. | ξαναθυμίζει | ξαναθύμιζε | θα ξαναθυμίζει | να ξαναθυμίζει | ||
α' πληθ. | ξαναθυμίζουμε | ξαναθυμίζαμε | θα ξαναθυμίζουμε | να ξαναθυμίζουμε | ||
β' πληθ. | ξαναθυμίζετε | ξαναθυμίζατε | θα ξαναθυμίζετε | να ξαναθυμίζετε | ξαναθυμίζετε | |
γ' πληθ. | ξαναθυμίζουν(ε) | ξαναθύμιζαν ξαναθυμίζαν(ε) |
θα ξαναθυμίζουν(ε) | να ξαναθυμίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξαναθύμισα | θα ξαναθυμίσω | να ξαναθυμίσω | ξαναθυμίσει | ||
β' ενικ. | ξαναθύμισες | θα ξαναθυμίσεις | να ξαναθυμίσεις | ξαναθύμισε | ||
γ' ενικ. | ξαναθύμισε | θα ξαναθυμίσει | να ξαναθυμίσει | |||
α' πληθ. | ξαναθυμίσαμε | θα ξαναθυμίσουμε | να ξαναθυμίσουμε | |||
β' πληθ. | ξαναθυμίσατε | θα ξαναθυμίσετε | να ξαναθυμίσετε | ξαναθυμίστε | ||
γ' πληθ. | ξαναθύμισαν ξαναθυμίσαν(ε) |
θα ξαναθυμίσουν(ε) | να ξαναθυμίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξαναθυμίσει | είχα ξαναθυμίσει | θα έχω ξαναθυμίσει | να έχω ξαναθυμίσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξαναθυμίσει | είχες ξαναθυμίσει | θα έχεις ξαναθυμίσει | να έχεις ξαναθυμίσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξαναθυμίσει | είχε ξαναθυμίσει | θα έχει ξαναθυμίσει | να έχει ξαναθυμίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξαναθυμίσει | είχαμε ξαναθυμίσει | θα έχουμε ξαναθυμίσει | να έχουμε ξαναθυμίσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξαναθυμίσει | είχατε ξαναθυμίσει | θα έχετε ξαναθυμίσει | να έχετε ξαναθυμίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξαναθυμίσει | είχαν ξαναθυμίσει | θα έχουν ξαναθυμίσει | να έχουν ξαναθυμίσει |
|