ξαναλέγω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ξαναλέγω, ξαναλέω
- λέω πάλι
- άνοιξε τ' αυτιά σου και μη με αναγκάσεις να σου το ξαναπώ
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- τα ξαναλέμε: θα συνεχίσουμε τη συζήτηση μια άλλη φορά