ξαναλογαριάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξαναλογαριάζω < ξανά + λογαριάζω

Ρήμα[επεξεργασία]

ξαναλογαριάζω

  1. επαναλαμβάνω τους λογαριασμούς
  2. αναλογίζομαι, ξανασκέφτομαι κάτι

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]