ξαναμμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξαναμμένος η ξαναμμένη το ξαναμμένο
      γενική του ξαναμμένου της ξαναμμένης του ξαναμμένου
    αιτιατική τον ξαναμμένο την ξαναμμένη το ξαναμμένο
     κλητική ξαναμμένε ξαναμμένη ξαναμμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξαναμμένοι οι ξαναμμένες τα ξαναμμένα
      γενική των ξαναμμένων των ξαναμμένων των ξαναμμένων
    αιτιατική τους ξαναμμένους τις ξαναμμένες τα ξαναμμένα
     κλητική ξαναμμένοι ξαναμμένες ξαναμμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξαναμμένος: Μορφολογικά αναλύεται σε ξ- + αναμμένος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ksa.naˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ξα‐ναμ‐μέ‐νος

Μετοχή[επεξεργασία]

ξαναμμένος, -η, -ο

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τους όρους ξε- και ανάβω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]