ξαναπιάνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ξαναπιάνω
- πιάνω ξανά
- ξαναπιάσε το και πες μου αν αισθάνεσαι κάποια διαφορά
- ασχολούμαι και πάλι με μια παλιά ασχολία
- ξανάπιασε την κιθάρα μετά από είκοσι χρόνια!