ξαναπιάνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξαναπιάνω < ξανά + πιάνω

Ρήμα[επεξεργασία]

ξαναπιάνω

  1. πιάνω ξανά
    ξαναπιάσε το και πες μου αν αισθάνεσαι κάποια διαφορά
  2. ασχολούμαι και πάλι με μια παλιά ασχολία
    ξανάπιασε την κιθάρα μετά από είκοσι χρόνια!

Μεταφράσεις[επεξεργασία]