ξαπλώστρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ξαπλώστρα | οι | ξαπλώστρες |
γενική | της | ξαπλώστρας | — | |
αιτιατική | την | ξαπλώστρα | τις | ξαπλώστρες |
κλητική | ξαπλώστρα | ξαπλώστρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξαπλώστρα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξαπλώστρα θηλυκό
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξαπλώστρα