ξαρμάτωμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξαρμάτωμα τα ξαρματώματα
      γενική του ξαρματώματος των ξαρματωμάτων
    αιτιατική το ξαρμάτωμα τα ξαρματώματα
     κλητική ξαρμάτωμα ξαρματώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξαρμάτωμα < ξαρματώνω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ξαρμάτωμα ουδέτερο (πιο σύνηθες στον ενικό)

  1. η αφαίρεση των όπλων, ο αφοπλισμός
  2. (μεταφορικά) η απόφαση να εγκαταλείψει κάποιος τον αγώνα και να ζήσει ειρηνικά

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]