ξαρμύρισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξαρμύρισμα ουδέτερο (πιο συνηθισμένο στον ενικό)
- η διαδικασία κατά την οποία αφαιρείται όλο ή μέρος του αλατιού που είχε ένα τρόφιμο
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ξαρμυρίζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξαρμύρισμα
|