ξαφίρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ξαφίρι | τα | ξαφίρια |
γενική | του | ξαφιριού | των | ξαφιριών |
αιτιατική | το | ξαφίρι | τα | ξαφίρια |
κλητική | ξαφίρι | ξαφίρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξαφίρι < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξαφίρι ουδέτερο
- (αργκό): το καταστάλαγμα που αφήνει το χασίς στο λαιμό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξαφίρι
|