ξεβάσκαμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξεβάσκαμα < ξεβασκαίνω < ξε και βασκαίνω ή βασκάνω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξεβάσκαμα ουδέτερο
- το αποτέλεσμα και η διαδικασία ή ενέργεια του ξεβασκαίνω
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξεβάσκαμα
|