ξεβράκωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξεβράκωμα < ξεβρακώνω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξεβράκωμα ουδέτερο
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ξεβρακώνω
- μεταφορικά ο εξευτελισμός
- Τον έχει ξεβρακώσει τον Μάκη, 8 νίκες σερί!
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξεβράκωμα
|