ξεβόλεμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξεβόλεμα τα ξεβολέματα
      γενική του ξεβολέματος των ξεβολεμάτων
    αιτιατική το ξεβόλεμα τα ξεβολέματα
     κλητική ξεβόλεμα ξεβολέματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξεβόλεμα < ξε- + βόλεμα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ξεβόλεμα ουδέτερο

  • η έλλειψη άνεσης, όταν κάποιος βγαίνει από θέση στην οποία ήταν άνετος και ευχαριστημένος
    ※  Πρέπει, πρώτα απ' όλα, να υπάρχει βούληση και δέσμευση στην αλλαγή – εύκολο να το λες, δύσκολο να το κάνεις, γιατί η αλλαγή προβλέπει ξεβόλεμα για όλους, εγκατάλειψη της comfort zone (ζώνη άνεσης), υιοθέτηση νέων προσεγγίσεων. (Μαρίκα Λάμπρου, Μυστικά επιτυχίας για οικογενειακές επιχειρήσεις στη νέα εποχή - Για επιχειρηματίες και στελέχη που δεν εφησυχάζουν, εκδ. Πατάκης, 2021)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]