ξεθωριασμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξεθωριασμένος < ξεθωριάζω
Μετοχή[επεξεργασία]
ξεθωριασμένος, -η, -ο
- που έχει χάσει την ένταση των χρωμάτων του
ξεθωριασμένος, -η, -ο