ξεκάκιωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξεκάκιωμα < ξεκακιώνω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξεκάκιωμα ουδέτερο
- συμφιλίωση μετά από κάκιωμα, αποκατάσταση των σχέσεων
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξεκάκιωμα
|