ξεκάλτσωμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξεκάλτσωμα τα ξεκαλτσώματα
      γενική του ξεκαλτσώματος των ξεκαλτσωμάτων
    αιτιατική το ξεκάλτσωμα τα ξεκαλτσώματα
     κλητική ξεκάλτσωμα ξεκαλτσώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξεκάλτσωμα < ξεκαλτσώνω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ξεκάλτσωμα ουδέτερο (δόκιμο στον ενικό)

  • το να βγάζει κάποιος τις κάλτσες του, η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ξεκαλτσώνω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]