ξεκάμπισμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξεκάμπισμα τα ξεκαμπίσματα
      γενική του ξεκαμπίσματος των ξεκαμπισμάτων
    αιτιατική το ξεκάμπισμα τα ξεκαμπίσματα
     κλητική ξεκάμπισμα ξεκαμπίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξεκάμπισμα < ξεκαμπίζω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ξεκάμπισμα ουδέτερο

  1. το να βγαίνω μπροστά, να εκτίθεμαι ανοιχτά, να τολμώ
    με το διαβολικό κι αξιολύπητο ξεκάμπισμα των αναβλητικών, με την τεχνική τους ενοχοποίησης στα μάτια των Τούρκων (Σπύρος Μελάς για το Δικαιό Παπαφλέσσα στα "Ματωμένα Ράσα")

Μεταφράσεις[επεξεργασία]