ξεκάμπισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξεκάμπισμα < ξεκαμπίζω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξεκάμπισμα ουδέτερο
- το να βγαίνω μπροστά, να εκτίθεμαι ανοιχτά, να τολμώ
- με το διαβολικό κι αξιολύπητο ξεκάμπισμα των αναβλητικών, με την τεχνική τους ενοχοποίησης στα μάτια των Τούρκων (Σπύρος Μελάς για το Δικαιό Παπαφλέσσα στα "Ματωμένα Ράσα")
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξεκάμπισμα
|