ξεκαθάρισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξεκαθάρισμα < ξεκαθαρίζω + -μα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξεκαθάρισμα ουδέτερο
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ρήματος ξεκαθαρίζω
- ξεκαθάρισμα λογαριασμών: η οριστική επίλυση διαφορών, συχνά με προσφυγή στη βία
- σύμφωνα με την αστυνομία, οι πρόσφατοι φόνοι οφείλονται σε ξεκαθάρισμα λογαριασμών ανάμεσα σε αντίπαλες ομάδες του υποκόσμου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξεκαθάρισμα
|