ξεκουρδίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ξεκουρδίζω (παθητική φωνή: ξεκουρδίζομαι)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεκουρδίζω | ξεκούρδιζα | θα ξεκουρδίζω | να ξεκουρδίζω | ξεκουρδίζοντας | |
β' ενικ. | ξεκουρδίζεις | ξεκούρδιζες | θα ξεκουρδίζεις | να ξεκουρδίζεις | ξεκούρδιζε | |
γ' ενικ. | ξεκουρδίζει | ξεκούρδιζε | θα ξεκουρδίζει | να ξεκουρδίζει | ||
α' πληθ. | ξεκουρδίζουμε | ξεκουρδίζαμε | θα ξεκουρδίζουμε | να ξεκουρδίζουμε | ||
β' πληθ. | ξεκουρδίζετε | ξεκουρδίζατε | θα ξεκουρδίζετε | να ξεκουρδίζετε | ξεκουρδίζετε | |
γ' πληθ. | ξεκουρδίζουν(ε) | ξεκούρδιζαν ξεκουρδίζαν(ε) |
θα ξεκουρδίζουν(ε) | να ξεκουρδίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεκούρδισα | θα ξεκουρδίσω | να ξεκουρδίσω | ξεκουρδίσει | ||
β' ενικ. | ξεκούρδισες | θα ξεκουρδίσεις | να ξεκουρδίσεις | ξεκούρδισε | ||
γ' ενικ. | ξεκούρδισε | θα ξεκουρδίσει | να ξεκουρδίσει | |||
α' πληθ. | ξεκουρδίσαμε | θα ξεκουρδίσουμε | να ξεκουρδίσουμε | |||
β' πληθ. | ξεκουρδίσατε | θα ξεκουρδίσετε | να ξεκουρδίσετε | ξεκουρδίστε | ||
γ' πληθ. | ξεκούρδισαν ξεκουρδίσαν(ε) |
θα ξεκουρδίσουν(ε) | να ξεκουρδίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξεκουρδίσει | είχα ξεκουρδίσει | θα έχω ξεκουρδίσει | να έχω ξεκουρδίσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξεκουρδίσει | είχες ξεκουρδίσει | θα έχεις ξεκουρδίσει | να έχεις ξεκουρδίσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξεκουρδίσει | είχε ξεκουρδίσει | θα έχει ξεκουρδίσει | να έχει ξεκουρδίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεκουρδίσει | είχαμε ξεκουρδίσει | θα έχουμε ξεκουρδίσει | να έχουμε ξεκουρδίσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξεκουρδίσει | είχατε ξεκουρδίσει | θα έχετε ξεκουρδίσει | να έχετε ξεκουρδίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεκουρδίσει | είχαν ξεκουρδίσει | θα έχουν ξεκουρδίσει | να έχουν ξεκουρδίσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξεκουρδίζω
|