ξεκούτιασμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξεκούτιασμα < ξεκουτιάζω + -μα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξεκούτιασμα ουδέτερο
- η απώλεια των πνευματικών ικανοτήτων συνήθως μετά την τρίτη ηλικία και συχνά κατά την τέταρτη
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις ξεκουτιαίνω και κουτός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξεκούτιασμα
|