ξεκωλιάρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

ξεκωλιάρα

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του ξεκωλιάρης
  2. (υβριστικό) γυναίκα με πολλούς σεξουαλικούς συντρόφους