ξελαίμιασμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξελαίμιασμα < ξελαιμιάζω και ξελαιμιάζομαι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξελαίμιασμα ουδέτερο
- το αποτέλεσμα του ξελαιμιάζω, η ενέργεια του να κρατάς πολλή ώρα το κεφάλι σου (ή το κεφάλι κάποιου άλλου) σε άβολη θέση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξελαίμιασμα
|