ξελευθερία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ξελευθερία οι ξελευθερίες
      γενική της ξελευθερίας των ξελευθεριών
    αιτιατική την ξελευθερία τις ξελευθερίες
     κλητική ξελευθερία ξελευθερίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξελευθερία < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ξελευθερία θηλυκό

  1. η αποφυλάκιση στο κρυφτό
    μόνο ο τελευταίος μπορεί να κάνει ξελευθερία για όλους

Μεταφράσεις[επεξεργασία]