ξεμασκάλισμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξεμασκάλισμα τα ξεμασκαλίσματα
      γενική του ξεμασκαλίσματος των ξεμασκαλισμάτων
    αιτιατική το ξεμασκάλισμα τα ξεμασκαλίσματα
     κλητική ξεμασκάλισμα ξεμασκαλίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξεμασκάλισμα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ξεμασκάλισμα ουδέτερο

  1. βλαστός ενός δέντρου που έχει αποσπαστεί προκειμένου να μεταφυτευτεί
  2. η πράξη της απόσπασης ενός βλαστού προκειμένου να μεταφυτευτεί

Μεταφράσεις[επεξεργασία]