ξεμασκάλισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξεμασκάλισμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξεμασκάλισμα ουδέτερο
- βλαστός ενός δέντρου που έχει αποσπαστεί προκειμένου να μεταφυτευτεί
- η πράξη της απόσπασης ενός βλαστού προκειμένου να μεταφυτευτεί
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξεμασκάλισμα
|