ξεμονάχιασμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξεμονάχιασμα τα ξεμοναχιάσματα
      γενική του ξεμοναχιάσματος των ξεμοναχιασμάτων
    αιτιατική το ξεμονάχιασμα τα ξεμοναχιάσματα
     κλητική ξεμονάχιασμα ξεμοναχιάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξεμονάχιασμα < ξεμοναχιάζω + -μα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ξεμονάχιασμα ουδέτερο

  1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ξεμοναχιάζω / ξεμοναχιάζομαι
  2. (στον πληθυντικό) οι κατ' ιδίαν συναντήσεις, ιδίως οι ερωτικές
    άσε τα ξεμοναχιάσματα με την κόρη μου, γιατί δε θα σου βγουν σε καλό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]