ξεμονάχιασμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξεμονάχιασμα < ξεμοναχιάζω + -μα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξεμονάχιασμα ουδέτερο
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ξεμοναχιάζω / ξεμοναχιάζομαι
- (στον πληθυντικό) οι κατ' ιδίαν συναντήσεις, ιδίως οι ερωτικές
- άσε τα ξεμοναχιάσματα με την κόρη μου, γιατί δε θα σου βγουν σε καλό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξεμονάχιασμα
|