ξεμπλοκάρισμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξεμπλοκάρισμα τα ξεμπλοκαρίσματα
      γενική του ξεμπλοκαρίσματος των ξεμπλοκαρισμάτων
    αιτιατική το ξεμπλοκάρισμα τα ξεμπλοκαρίσματα
     κλητική ξεμπλοκάρισμα ξεμπλοκαρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξεμπλοκάρισμα < ξεμπλοκάρ(ω) + -ισμα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kse.bloˈka.ɾiz.ma/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ξεμπλοκάρισμα ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]