ξεμυάλισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξεμυάλισμα ουδέτερο
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ξεμυαλίζω, το να χάνει κανείς το μυαλό του παρασυρμένος από τη γοητεία κάποιου ή τις υποσχέσεις του
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξεμυάλισμα
|