ξεπάγιασμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξεπάγιασμα < μεσαιωνική ελληνική ξεπαγιασμός < ξεπαγιάζω < ξε και πάγος < ίσως από (ελληνιστική κοινή) ἐκπνήγνυμαι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξεπάγιασμα ουδέτερο
- η αίσθηση του έντονου κρύου σε ζωντανά πλάσματα ή το αποτέλεσμά του σε φυτά
- ο πόνος απ' το ξεπάγιασμα στα δάχτυλα, η αγωνία μήν τα χάσουμε
- ο θάνατος από υποθερμία, στον πόλεμο, σε αντίξοες συνθήκες, στα βουνά (ή από τον παγωνιά για ζώα)
- ήξερε αυτή τη ζέστα κι αυτή τη νύστα πριν το ξεπάγιασμα (Ανυπεράσπιστοι, του Δημήτρη Χατζή)
- στον πληθυντικό, τα ξεπαγιάσματα ως ουσιαστικό, σήμαιναν κατά τον 20ο αιώνα τις χιονίστρες, τα χείμετλα
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- το λιώσιμο του πάγου εκφέρεται με τη λέξη ξεπάγωμα που είναι παράγωγο του ξεπαγώνω και όχι του ξεπαγιάζω