ξεπέταγμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξεπέταγμα < ξεπετώ.
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξεπέταγμα ουδέτερο
- Η ολοκλήρωση της ανάπτυξης ενός παιδιού.
- Η γρήγορη διεκπεραίωση, επίλυση.
Tο ξεπέταγμα της άσκησης. - Η γρήγορη, εντυπωσιακή ώθηση.
Ο πρωταγωνιστικός ρόλος της έδωσε το ξεπέταγμα που χρειαζότανε η καριέρα της.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξεπέταγμα
|