ξεπίκρισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξεπίκρισμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξεπίκρισμα ουδέτερο
- η διαδικασία κατά την οποία οι ελιές χάνουν την πικρή τους γεύση (χάρη στην αφαίρεση μιας ουσίας, της ελευρωπαΐνης)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξεπίκρισμα