ξεπίκρισμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξεπίκρισμα τα ξεπικρίσματα
      γενική του ξεπικρίσματος των ξεπικρισμάτων
    αιτιατική το ξεπίκρισμα τα ξεπικρίσματα
     κλητική ξεπίκρισμα ξεπικρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξεπίκρισμα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ξεπίκρισμα ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]