ξεπεταρούδι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξεπεταρούδι τα ξεπεταρούδια
      γενική
    αιτιατική το ξεπεταρούδι τα ξεπεταρούδια
     κλητική ξεπεταρούδι ξεπεταρούδια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξεπεταρούδι < ξεπετώ + -αρούδι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ξεπεταρούδι ουδέτερο

  1. (λαϊκότροπο, κυριολεκτικά) νεοσσός πτηνού που μόλις αρχίζει να πετάει
    ενός γερακιού το ξεπεταρούδι
  2. το παιδί που ξεκινάει να μεγαλώνει
    οκτώ χρονών ξεπεταρούδι

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]