ξερά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ξέρα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξερά < ξερ(ός) +

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kseˈɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ξε‐ρά
τονικό παρώνυμο: ξέρα

Επίρρημα[επεξεργασία]

ξερά

  1. απότομα, με άσχημο τρόπο που αποτρέπει τις συζητήσεις και τις αμφισβητήσεις, χωρίς ευγένεια, κοφτά
  2. χωρίς συναισθήματα, στεγνά

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

ξερά

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

ξερά ουδέτερο