ξερή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ξερή | οι | ξερές |
γενική | της | ξερής | των | ξερών |
αιτιατική | την | ξερή | τις | ξερές |
κλητική | ξερή | ξερές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξερή < αβέβαιης ετμ. ίσως επειδή μένει άδειο (ξερό) το τραπέζι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξερή θηλυκό
- χαρτοπαίγνιο που παίζεται με 52 χαρτιά, παραλλαγή της κοντσίνας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξερή
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ξερή