ξεριάς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ξεριάς | οι | ξεριάδες |
γενική | του | ξεριά | των | ξεριάδων |
αιτιατική | τον | ξεριά | τους | ξεριάδες |
κλητική | ξεριά | ξεριάδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξεριάς < ξερός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξεριάς αρσενικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξεριάς
|