ξεροσφύρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξεροσφύρι < ξερό και πιθανόν σφυρίζω -συρίζω (σφυρίζω αλλά και πίνω, διασκεδάζω) < ίσως σειρεόω και σειρέω (στεγνώνω, σουρώνω κάτι, το κάνω ακόμα πιο ισχυρό)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξεροσφύρι ουδέτερο άκλιτο
- σκέτο, χωρίς συνοδεία φαγητού, αλλά χρησιμοποιείται σαν επίρρημα στη φράση πίνω ξεροσφύρι, πίνω οινοπνευματώδες χωρίς μεζέ
- δεν πίνω τίποτε ξεροσφύρι γιατί με χτυπάει κατευθείαν στο κεφάλι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξεροσφύρι
|