ξεσκονίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξεσκονίζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ξεσκονίζω < ξε- + σκονίζω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kse.skoˈni.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ξε‐σκο‐νί‐ζω

Ρήμα[επεξεργασία]

ξεσκονίζω, αόρ.: ξεσκόνισα, παθ.φωνή: ξεσκονίζομαι, π.αόρ.: ξεσκονίστηκα, μτχ.π.π.: ξεσκονισμένος

  1. απομακρύνω τη σκόνη, καθαρίζω
    ※  Πάτησε σ' ένα σκαμνί, να ξεσκονίσει τα παπούτσια της. (Θανάσης Βαλτινός, Ανάπλους, 2012 [μυθιστόρημα])
  2. (μεταφορικά) ξαναθυμάμαι κάνοντας επανάληψη σε κάτι που είχα μάθει πριν από καιρό
    πρέπει να ξεσκονίσω λίγο τα αγγλικά μου
     συνώνυμα: φρεσκάρω
  3. (μεταφορικά) εξετάζω εξονυχιστικά κάτι κάποιον

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξεσκονίζω < ξε- + σκονίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

ξεσκονίζω

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]