ξεσπάθωμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξεσπάθωμα τα ξεσπαθώματα
      γενική του ξεσπαθώματος των ξεσπαθωμάτων
    αιτιατική το ξεσπάθωμα τα ξεσπαθώματα
     κλητική ξεσπάθωμα ξεσπαθώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξεσπάθωμα < ξεσπαθώνω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ξεσπάθωμα ουδέτερο

  1. το να βγάζει κάποιος το σπαθί από το θηκάρι
  2. το να υπερασπίζεται κάποιος με ζήλο μία αρχή ή το συμφέρον του ή έναν άλλον άνθρωπο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]