ξεστήρας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ξεστήρας | οι | ξεστήρες |
γενική | του | ξεστήρα | των | ξεστήρων |
αιτιατική | τον | ξεστήρα | τους | ξεστήρες |
κλητική | ξεστήρα | ξεστήρες | ||
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξεστήρας < καθαρεύουσα ξεστήρ < μεσαιωνική ελληνική ξεστήρ < ελληνιστική κοινή ξέστης < αρχαία ελληνική μεστός < ξέω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξεστήρας αρσενικό
- (λόγιο) άλλη μορφή του ξυστήρι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξεστήρας
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αγώνας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)