ξετύλιγμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξετύλιγμα τα ξετυλίγματα
      γενική του ξετυλίγματος των ξετυλιγμάτων
    αιτιατική το ξετύλιγμα τα ξετυλίγματα
     κλητική ξετύλιγμα ξετυλίγματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξετύλιγμα < (ξετυλίγω, ξετύλιξα) ξετυλικ- + -μα με τροπή [km} > [ɣm][1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kseˈti.liɣ.ma/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ξετύλιγμα ουδέτερο

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]