ξεφούρνισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξεφούρνισμα < ξεφουρνίζ(ω) + -μα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξεφούρνισμα ουδέτερο
- το βγάλσιμο από τον φούρνο
- (μεταφορικά) το να λέει κάποιος ξαφνικά (και ενδεχομένως άκαιρα) κάτι
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη φούρνος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξεφούρνισμα
|