ξεχειμώνιασμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξεχειμώνιασμα < ξεχειμωνιάζω + -μα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξεχειμώνιασμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ξεχειμωνιάζω, το πέρασμα του χειμώνα
- ↪Καλό ξεχειμώνιασμα! (να περάσετε όσο γίνεται πιο καλά το χειμώνα, που θεωρείται δύσκολη εποχή)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξεχειμώνιασμα