ξεψύχισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξεψύχισμα < ξεψυχώ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξεψύχισμα ουδέτερο (πιο δόκιμο στον ενικό)
- οι τελευταίες στιγμές πριν από το θάνατο
- η φάση της φθοράς σε ιδέες, επιχειρήσεις, φυσικά φαινόμενα
- το ξεψύχισμα του μεσαίωνα, του εμπορίου, της καταιγίδας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξεψύχισμα
|