ξηροδερμία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ξηροδερμία οι ξηροδερμίες
      γενική της ξηροδερμίας των ξηροδερμιών
    αιτιατική την ξηροδερμία τις ξηροδερμίες
     κλητική ξηροδερμία ξηροδερμίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξηροδερμία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική xérodermie < αρχαία ελληνική ξηρός + δέρμα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ksi.ɾo.ðeɾˈmi.a/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ξηροδερμία θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]